- ύσγινον
- το ярко-красный цвет
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ὕσγινον — ὕσγῑνον , ὕσγινον kermes neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
HYSGINUS — Graece ὕσγινος, Hebr. thachas, Chald. Sasgona, coloris genus, quo pelles, quibus Tabernaculum operiebatur, Exod. c. 25. v. 5. et c. 35. v. 23. erant spectabiles. Sic Num. c. 4. v. 8, 10, 11, 13, et 14. super arcam et mensam et candelabrum, et… … Hofmann J. Lexicon universale
υσγινοβαφής — ές / ὑσγινοβαφής, ές, ΝΜΑ 1. βαμμένος με ύσγινο 2. (κατ επέκτ.) αυτός που έχει ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον* «είδος φυτικής βαφής» + βαφής (< βάπτω), πρβλ. κροκο βαφής] … Dictionary of Greek
υσγινοειδής — ές, Α αυτός που έχει κόκκινη όψη, ὑσγινόεις*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή ανοιχτού κόκκινου χρώματος» + ειδής*] … Dictionary of Greek
υσγινόεις — εσσα, εν, Α αυτός που έχει κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή με ανοιχτό κόκκινο χρώμα» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
υσγινόσημος — ον, Α αυτός που έχει ραβδώσεις με έντονο κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγινον «φυτική βαφή ανοιχτού κόκκινου χρώματος» + σημος (< σῆμα), πρβλ. χρυσό σημος] … Dictionary of Greek
ύσγινο — το / ὕσγινον, ΝΜΑ φυτική βαφή κόκκινου χρώματος που λαμβάνεται από τους καρπούς τού φυτού ύσγη νεοελλ. το ζωηρό κόκκινο χρώμα αρχ. ένδυμα με ζωηρό κόκκινο χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσγη + κατάλ. ινον, ουδ. τής κατάλ. ινος] … Dictionary of Greek
ὑσγίνοιο — ὑσγί̱νοιο , ὕσγινον kermes neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὑσγίνῳ — ὑσγί̱νῳ , ὕσγινον kermes neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)